- ένθεμα
- το (AM ἔνθεμα) [εντίθημι]1. το αποτέλεσμα τού ενθέτω2. (ειδ.) εμβόλιο δέντρων, μπόλινεοελλ.κομμάτι ξύλου που αντικαθιστά φθαρμένο τμήμα άλλου ξύλου ή τό επιμηκύνει, μάτισμα, προσθήκηαρχ.1. κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα2. στολίδι, κόσμημα («ἐνθέματι τραχήλων σου», ΠΔ)3. δεξαμενή, αποθήκη νερού.
Dictionary of Greek. 2013.